Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβιώνω [simvióno] Ρ1α : 1α.ζω με άλλο ή με άλλα πρόσωπα κάτω από την ίδια στέγη· συγκατοικώ, συζώ. β. ζω με άλλα άτομα σε μια οργανωμένη κοινότητα: Οι λαοί πρέπει να συμβιώσουν ειρηνικά. 2. (βιολ.) για συμβίωση οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη.
[λόγ.: 1: αρχ. συμβι(ῶ) -ώνω· 2: κατά τη σημ. της λ. συμβίωση2]