Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβιβαστικότητα η [simvivastikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συμβιβαστικού, η διάθεση για συμβιβασμό: Είναι άνθρωπος γνωστός για τη συμβιβαστικότητά του.
[λόγ. συμβιβαστικ(ός) -ότης > -ότητα]