Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβιβαστικός -ή -ό [simvivastikós] Ε1 : 1.για κπ. που με τη συμπεριφορά του διευκολύνει ένα συμβιβασμό1: Mην είσαι τόσο ~! 2. για κτ. που συντελεί στο συμβιβασμό ή που είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού: Συμβιβαστικές προτάσεις. Συμβιβαστική λύση.
συμβιβαστικά ΕΠIΡΡ: Tο ζήτημα ρυθμίστηκε ~. [λόγ. < ελνστ. συμβιβαστικός `που οδηγεί σε συμφιλίωση΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. συμβιβασμός]