Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβεβλημένος -η -ο [simvevliménos] Ε3 : που έχει συμβληθεί με κπ.: Γιατροί συμβεβλημένοι με το δημόσιο / με το ταμείο εμπόρων, για παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους.
[λόγ. μππ. του αρχ. συμβάλλω]