Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβεβηκός το [simvevikós] Ο γεν. συμβεβηκότος, πληθ. συμβεβηκότα : (φιλοσ.) το συμπτωματικό, αυτό που συμβαίνει κατά συγκυριακό ή τυχαίο τρόπο.
[λόγ. < αρχ. συμβεβηκός ουδ. μτχ. πρκ. του συμβαίνω]