Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβατός -ή -ό [simvatós] Ε1 : (επιστ.) που ταιριάζει με κτ. άλλο: ~ υπολογιστής, που δέχεται προγράμματα της IBM. Kαταστάσεις του οργανισμού που δεν είναι συμβατές με τη ζωή. Mόσχευμα συμβατό, που ταιριάζει στο λήπτη.
[λόγ. < ελνστ. συμβατός `πιθανός να συμβεί΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. compatible]