Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβαδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβαδίζω [simvaδízo] Ρ2.1α : 1.προχωρώ, εξελίσσομαι με τον ίδιο ρυθ μό μαζί με κπ. ή με κτ., έτσι ώστε να βρίσκομαι σε κάθε χρονική στιγμή στο ίδιο με αυτόν επίπεδο: Tα δύο τμήματα της πρώτης τάξης συμβαδίζουν στα μαθηματικά. Οι αδύνατοι μαθητές δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την υπόλοιπη τάξη. H οικονομική πρόοδος πρέπει να συμβαδίζει με την πολιτιστική πρόοδο. Δε συμβαδίζει με την εποχή του. 2. για κτ. που συνυπάρχει με κτ. άλλο: H ευφυία και η επιτυχία στη ζωή δε συμβαδίζουν πάντοτε.

[λόγ. < ελνστ. συμβαδίζω `περπατώ μαζί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες