Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συλλυπητήριος -α -ο [silipitírios] Ε6 : για κτ. με το οποίο συλλυπούμαστε κπ., εκφράζουμε τη θλίψη μας σε κπ. ANT συγχαρητήριος: Συλλυπη τήρια επιστολή / κάρτα. Συλλυπητήριο τηλεγράφημα. H οικογένεια δε θα δεχτεί συλλυπητήριες επισκέψεις, συλλυπητήρια. || (ως ουσ.) τα συλλυ πητήρια, γραπτή ή προφορική έκφραση συμμετοχής στο πένθος κάποιου: Θερμά συλλυπητήρια. Δέξου τα συλλυπητήριά μου. (Tα) συλλυπητήριά (μου)!, και ειρωνικά για να εκφράσουμε σε κπ. τη δυσαρέσκειά μας για κάποια ενέργειά του.
[λόγ. συλλυπη- (συλλυπούμαι) -τήριος μτφρδ. γαλλ. condoléances (ουσ., πληθ.)]