Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συλλογιέμαι [silojéme] Ρ10.1β αόρ. συλλογίστηκα, απαρέμφ. συλλογιστεί, μππ. συλλογισμένος : (λογοτ., λαϊκότρ.) συλλογίζομαι.
[συλλογ(ίζομαι) μεταπλ. -ιέμαι]