Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συλλαβικός -ή -ό [silavikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συλλαβή ή που αποτελείται από συλλαβές: Συλλαβική γραφή, στην οποία κάθε σύμβολο παριστάνει μία συλλαβή και όχι ένα φθόγγο. Συλλαβικό αλφάβητο, συλλαβογραφικό. (γραμμ.) Συλλαβική αύξηση, η προσθήκη ενός “ε-” στην αρχή του θέματος της οριστικής των ιστορικών χρόνων.
[λόγ. < ελνστ. συλλαβικός & σημδ. γαλλ. syllabique < υστλατ. syllabicus < ελνστ. συλλαβικός]