Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συλλαβίζω [silavízo] -ομαι Ρ2.1 : προφέρω μια λέξη με αργό ρυθμό και τονίζοντας χωριστά καθεμιά από τις συλλαβές της: ~ τις λέξεις για να ακούγονται καθαρά. || για κπ. με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις, που δεν μπορεί να διαβάσει άνετα ένα κείμενο: Tελειώνει το δημοτικό και ακόμη συλλαβίζει. Δεν έμαθε ούτε να συλλαβίζει. || Tο μωρό άρχισε να συλλαβίζει, άρχισε να σχηματίζει συλλαβές.
[λόγ. < ελνστ. συλλαβίζω]