Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλίπασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συλλίπασμα το [silípazma] Ο49 : ουσία που χρησιμοποιείται στις μεταλλουργικές εργασίες για τη διευκόλυνση της τήξης των μετάλλων.

[λόγ. συλ- (δες συν-) λίπασμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες