Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συκώτι το [sikóti] Ο44 : 1.μεγάλος αδένας, στον άνθρωπο και στα άλλα σπονδυλωτά, στο επάνω δεξιό τμήμα της κοιλιακής χώρας, που εκκρίνει τη χολή και εκτελεί τις λειτουργίες του μεταβολισμού και της αποτοξίνωσης του αίματος· ήπαρ: H ηπατίτιδα είναι ασθένεια του συκωτιού. ΦΡ μου ΄πρηξε* το ~. βγάζω τα συκώτια μου, για ακατάσχετο εμετό. θα του φάω τα συκώτια, θα τον εκδικηθώ σκληρά. μου έφαγε* το ~. δε θα χαλά σω εγώ το ~ μου, δε θα στενοχωρηθώ για κτ. δυσάρεστο που μου συμβαί νει, αλλά θα αδιαφορήσω. 2. συκώτι ζώου για μαγείρεμα: ~ μοσχαρίσιο ψητό / τηγανητό.
συκωτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, κυρίως το συκώτι των πουλερικών. [μσν. συκώτι < συκώτιον υποκορ. του συκωτόν ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. < φρ. wπαρ συκωτόν `συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα΄ < συκωτός `θρεμμένος με σύκα΄ < σύκ(ον) -ωτός]