Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συκωταριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκωταριά η [sikotarjá] Ο24 : το συκώτι του σφαγίου, κυρίως του αρνιού, μαζί με τα σπλάχνα που συνδέονται με αυτό, δηλαδή με τα πνευμόνια, με την καρδιά και με τη σπλήνα: Έφτιαξε μαγειρίτσα με δύο συκωταριές.

[συκώτ(ι) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες