Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συκοφάντης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφάντης ο [sikofándis] Ο10 θηλ. συκοφάντρια [sikofándria] & συκοφάντισσα [sikofándisa] Ο27 : αυτός που συκοφαντεί κπ., που τον κατηγορεί, ενώ γνωρίζει ότι δεν αληθεύουν οι κατηγορίες: Είναι ~. (επιτατικά): Είναι ένας κοινός ~.

[λόγ. < αρχ. συκοφάντης `καταδότης, συκοφάντης΄· λόγ. συκοφάν(της) -τρια· λόγ. συκοφάντ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες