Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συκομουριά η [sikomurjá] Ο24 : δέντρο με καρπούς που μοιάζουν με σύκα και με φύλλα όμοια με της μουριάς.
[ελνστ. συκομορέα κατά το μορέα > μουριά]