Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συζώ [sizó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : συμβιώνω, συγκατοικώ, και ειδικότερα, για άντρα και γυναίκα που ζουν μαζί χωρίς να είναι παντρεμένοι: Συζεί με έναν παντρεμένο.
[λόγ. < αρχ. συζῶ]