Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συζυγικός -ή -ό [sizijikós] Ε1 : που έχει σχέση με την έγγαμη ζωή, με τους συζύγους ή που ανήκει σε αυτούς: ~ δεσμός. Συζυγική ζωή / αγάπη / πίστη. Συζυγικές σχέσεις. Συζυγικοί καβγάδες. Συζυγικά καθήκοντα*. Συζυγικό κρεβάτι.
[λόγ. σύζυγ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. conjugal (διαφ. το συγγ. συζυγικός `που αναφέρεται σε ρηματική συζυγία΄)]