Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συζευκτικός -ή -ό [sizefktikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη σύζευξη, που είναι κατάλληλος για σύζευξη: Συζευκτικές προτάσεις, σύνθετες προτάσεις που τα μέλη τους συνδέονται με το “και”. ANT διαζευκτικές. Συζευκτικοί λίθοι, προεξοχές που μπορούν να δεχτούν προέκταση του παλαιού τοίχου.
συζευκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. συζευκτικός]