Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγχρωτισμός ο [siŋxrotizmós] Ο17 : στενή επαφή προσώπων στον ίδιο χώ ρο και γενικότερα, επικοινωνία, συναναστροφή: Tα παιδιά να αποφεύγουν το συγχρωτισμό με ασθενείς. Ο ~ μας με τους γειτονικούς μας λαούς δε μας άφησε ανεπηρέαστους.
[λόγ. συγχρωτισ- (συγχρωτίζομαι) -μός]