Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχρωτίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγχρωτίζομαι [siŋxrotízome] Ρ2.1β : 1.βρίσκομαι στον ίδιο χώρο και σε επαφή με κπ.: Όπου συγχρωτίζονται πολλά άτομα μεταδίδονται εύκολα μολυσματικές ασθένειες. 2. συναναστρέφομαι κπ., έχω σχέσεις μαζί του: Δε μου αρέσει να ~ με ανθρώπους ανυπόληπτους.

[λόγ. < ελνστ. συγχρωτίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες