Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγχορδία η [siŋxorδía] Ο25 : 1.(μουσ.) συνήχηση τριών ή και περισσότερων φθόγγων (σε απόσταση τρίτης ο ένας από τον άλλον)· ακόρντο: Mείζων / ελάσσων / τρίφωνη / τετράφωνη ~. Kύριες / δευτερεύουσες συγχορδίες. || το άκουσμα αυτών των ήχων. 2. (μτφ.) ομοφωνία που εκφράζεται δημόσια και έντονα, συνήθ. ειρωνικά για να δηλώσουμε την αντίθεσή μας στο συγκεκριμένο θέμα: Άρχισαν να ακούγονται οι συγχορδίες των διαμαρτυρομένων για τη δήθεν αδικία.
[λόγ. < ελνστ. συγχορδία `αρμονική συνήχηση χορδών΄ σημδ. ιταλ. accordo ή γαλλ. accord]