Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγυρίζω [sijirízo] -ομαι Ρ2.1 : I.ΣYN συμμαζεύω1. 1. βάζω τάξη σε ένα χώρο, τακτοποιώντας τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σε αυτόν: Όταν τελειώσετε το παιχνίδι να συγυρίσεις το δωμάτιό σου. Όταν φεύγω για τη δουλειά μου, αφήνω το σπίτι μου πάντα συγυρισμένο, ποτέ ασυγύριστο. 2. (παθ.) περιποιούμαι τον εαυτό μου, ντύνομαι και χτενίζομαι προσεκτικά: Συγυρίστηκε και βγήκε έξω. Είναι πάντα συγυρισμένη, ποτέ δε θα τη δεις αχτένιστη και άντυτη. II. (μτφ., οικ.) τιμωρώ κπ. ή τον μαλώνω αυστηρά· κανονίζω3α: Πρόσεξε, γιατί θα σε συγυρίσω εγώ! Tον συγύρισα για καλά.
[συ- (δες συν-) γυρίζω]