Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκρότημα το [siŋgrótima] Ο49 : άθροισμα ομοειδών πραγμάτων ή ομά δα ατόμων που αποτελούν σύνολο. 1. σύνολο του οποίου τα στοιχεία είναι συστηματικά τοποθετημένα. α. (Kτιριακό) ~, μεμονωμένα κτίρια, χτισμένα το ένα κοντά στο άλλο, σύμφωνα με ένα σχέδιο, ώστε να εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες. ~ λαϊκών πολυκατοικιών / θερινών κατοικιών. Σχολικό / ξενοδοχειακό ~. H Ροτόντα ανήκε στο ~ του Γαλερίου. || σύνολο γεωλογικών σχηματισμών που βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλο: ~ βουνών / βράχων. ~ νησιών, σύμπλεγμα. β. μεγάλη οικονομική επιχείρηση με πολλούς κλάδους· οικονομικό συγκρότημα: Bιομηχανικό / εμπορικό / δημοσιογραφικό ~. γ. συνδυασμός δύο ή περισσότερων μηχα νών ή συσκευών: Στερεοφωνικό ~, σύνολο συσκευών για τη στερεοφωνική αναπαραγωγή του ήχου σε δίσκους ή κασέτες. 2α. τα μέλη μιας καλλιτεχνικής ομάδας, που παρουσιάζονται ως σύνολο, χωρίς συνήθ. κάποιο από αυτά να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο· καλλιτεχνικό συγκρότημα: Mουσικό / θεατρικό / χορευτικό ~. Ξένα συγκροτήματα ελαφράς μουσικής. Tα ροκ συγκροτήματα της δεκαετίας του ΄70 στην Aμερική. β. (στρατ.) β1. σύνολο μονάδων του ίδιου όπλου ή σώματος με κοινή διοίκηση. β2. (παρωχ.) σύνολο μεγάλων μονάδων με κοινή διοίκηση, σε πολεμική περίοδο.
[λόγ. < ελνστ. συγκρότημα `οργάνωση΄ σημδ. γαλλ. groupe]