Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκρητισμός ο [siŋgritizmós] Ο17 : 1.ανάμειξη και συγχώνευση. α. (θρησκειολ.) συνένωση θρησκειών και τύπων λατρείας, ειδικότερα στην ελλη νιστική και ρωμαϊκή περίοδο, με την αφομοίωση στοιχείων ανατολικών θρησκειών. β. (φιλοσ.) συνδυασμός ανόμοιων και ασυμβίβαστων διδασκαλιών ή ιδεών σε ένα φιλοσοφικό σύστημα· (πρβ. εκλεκτισμός). γ. (γλωσσ.) συγχώνευση κλιτικών καταλήξεων σε έναν τύπο που διατηρεί όλες τις λειτουργίες τους. 2. η σφαιρική αντίληψη ενός όλου, το αδιαίρετο ενός φαινομένου στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του.
[λογ. < γαλλ. syncrétisme (στις νέες σημ.) < ελνστ. συγκρητισμός `συμμαχία κρητικών πόλεων΄]