Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκρατῶ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκρατώ [siŋgrató] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β μππ. συγκρατημένος* : 1.ενεργώ, λειτουργώ έτσι ώστε να κρατήσω, να μην αφήσω κπ. ή κτ. να πέσει, να ξεφύγει, να παρασυρθεί κτλ.: Aν δεν τον συγκρατούσα, θα έπεφτε στη θάλασσα. Οι κολόνες συγκρατούν την οροφή. Tο φίλτρο συγκρατεί ένα μέρος της πίσσας του τσιγάρου. Οι ρίζες των δέντρων συγκρατούν το χώμα γύρω τους. Tο φράγμα συγκρατεί τα νερά κι εμποδίζει τις πλημμύρες. 2α. κρατώ κπ. ή κτ. σε ορισμένα πλαίσια, διατηρώ υπό έλεγχο: ~ τον πληθωρισμό / τις τιμές σε χαμηλά / ελεγχόμενα επίπεδα. Mετά δυσκολίας συγκράτησε το σκύλο να μην επιτεθεί στον επισκέπτη. β. αναχαιτίζω, αποκρούω: Kατάφεραν να συγκρατήσουν τις επιθέσεις του εχθρού. 3. κρατώ κτ. μέσα μου, δεν το αφήνω να εκδηλωθεί, να εξωτερικευτεί: ~ τα νεύρα / το θυμό / την οργή / τα δάκρυα / τον πόνο / τη χαρά / την ανυπομονησία μου. || (παθ.) επιβάλλω έλεγχο στον εαυτό μου, στις αντιδράσεις μου, διατηρώ την αυτοκυριαρχία μου: Συγκρατήθηκα και δεν είπα τίποτα. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και να μη γελάσω / κλά ψω / δακρύσω / φωνάξω. Όταν αρχίσει να μιλάει / να τρώει / να πίνει, δεν μπορεί να συγκρατηθεί.

[λόγ. < ελνστ. συγκρατῶ (στις σημ. 2α, 3), αρχ. σημ.: `κρατώ μαζί΄ (2β: σημδ. γαλλ. contenir)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες