Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκρατημένος -η -ο [siŋgratiménos] Ε3 μππ. του συγκρατώ : που δεν τον έχουν αφήσει να εκδηλωθεί, να εξωτερικευτεί: Συγκρατημένα νεύρα / δάκρυα. ~ θυμός / πόνος. || που δεν αφήνεται να εκδηλωθεί πλήρως, επιφυλακτικός: Είναι ~ σε ό,τι λέει. Tο αγοραστικό κοινό είναι συγκρατημένο. Συγκρατημένο χαμόγελο. Συγκρατημένη αισιοδοξία.
συγκρατημένα ΕΠIΡΡ: Tο κοινό αντέδρασε ~. [λόγ. < συγκεκρατημένος μππ. του συγκρατώ με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]