Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκρίνω [siŋgríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. συνέκρινα και σύγκρινα, απαρέμφ. συγκρίνει, παθ. αόρ. συγκρίθηκα, απαρέμφ. συγκριθεί : 1.εξετάζω ταυτόχρονα και παράλληλα τις ιδιότητες, το χαρακτήρα δύο πραγμάτων ή προσώπων, στα οποία υπάρχει κάποιο βασικό κοινό στοιχείο, για να διαπιστώσω τις ομοιότητες και τις διαφορές τους και για να τα αξιολογή σω: ~ την ποιότητα των δύο υφασμάτων / τα προσόντα των υποψηφίων. Aν συγκρίνεις τη ζωή στην πρωτεύουσα με τη ζωή στις επαρχίες, δε θα βρεις μεγάλες διαφορές. Mη συγκρίνεις ανόμοιες καταστάσεις. (έκφρ.) δε συγκρίνεται, για να δηλώσουμε τη μεγάλη διαφορά, την υπεροχή ή την υστέρηση ενός πράγματος ή προσώπου σε σχέση με κάποιο άλλο: Είναι άριστος, δε συγκρίνεται με κανέναν. 2. αναφέρομαι στις ιδιότητες ενός ευρύτερα γνωστού πράγματος ή προσώπου για να περιγράψω ή για να ερμηνεύσω κτ. ή κπ. σχετικά άγνωστο· παρομοιάζω: Mπορούμε να συγκρίνουμε τη λειτουργία της καρδιάς με εκείνη της αντλίας.
[λόγ. < αρχ. συγκρίνω]