Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκολλητικός -ή -ό [siŋgolitikós] Ε1 : 1α.που αναφέρεται στη συγκόλ ληση, που είναι κατάλληλος γι΄ αυτήν: Συγκολλητικές ουσίες. Συγκολλη τικό κράμα. β. (γλωσσ.) Συγκολλητικές γλώσσες, αυτές που τα διάφορα μορφήματά τους (π.χ. προσφύματα, καταλήξεις) δε συντίθενται ούτε συγχωνεύονται με το ριζικό θέμα αλλά παρατάσσονται δημιουργώντας σύνολα που αντιστοιχούν σε λέξεις ή σε φράσεις: H τουρκική, η ουγγρι κή, η σουαχίλι κτλ. είναι συγκολλητικές γλώσσες. 2. (μτφ.) που συνδέει επί μέρους ή διαφορετικά πράγματα: H φιλοσοφία αποτέλεσε τη συγκολλητική ουσία που ένωσε όλες τις ερευνητικές σκέψεις.
συγκολλητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συγκολλη- (συγκολλώ) -τικός (1β: σημδ. γαλλ. (langues) agglutinantes)]