Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκοινωνώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκοινωνώ [singinonó] Ρ10.9α : 1.συνδέομαι με έναν τόπο με κπ. τρόπο, με κάποιο μέσο μεταφοράς (χερσαίο, θαλάσσιο, εναέριο): H Ελλάδα συγκοινωνεί οδικά / αεροπορικά / ατμοπλοϊκά με την υπόλοιπη Ευρώπη. 2. (για χώρους) επικοινωνώ: Tα δωμάτια (δε) συγκοινωνούν.

[λόγ. < αρχ. συγκοινωνῶ `συμμετέχω΄ σημδ. γαλλ. communiquer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκοινωνών -ούσα -ούν [singinonón] Ε12β : (λόγ.) που συγκοινωνεί, που συνδέεται με κπ. άλλο. || Συγκοινωνούντα δοχεία: α. (φυσ.) σύστημα δοχείων που συνδέονται μεταξύ τους με σωλήνες ή με ανοίγματα (και που χρησιμεύει για τη μελέτη της ισορροπίας των υγρών): H αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. β. (μτφ.) για σύνολα ατόμων που χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν συχνά μέλη μεταξύ τους: Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι, στις προηγούμενες εκλογές, τα κόμματα της κεντροαριστεράς λειτούργησαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.

[λόγ. μεε. του συγκοινωνώ μτφρδ. γαλλ. communicant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες