Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκλονιστικός -ή -ό [siŋglonistikós] Ε1 : που συγκλονίζει, που προξενεί πολύ ισχυρή συγκίνηση, ταραχή, αναστάτωση· συνταρακτικός: Συγκλονιστικό γεγονός / θέαμα / κείμενο. Συγκλονιστική είδηση / εντύπωση. Έζησαν μια συγκλονιστική εμπειρία. ~ αγώνας.
συγκλονιστικά ΕΠIΡΡ: H ηθοποιός ερμήνευσε το ρόλο της ~. [λόγ. συγκλονισ- (συγκλο νίζω) -τικός]