Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκλονιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκλονιστικός -ή -ό [siŋglonistikós] Ε1 : που συγκλονίζει, που προξενεί πολύ ισχυρή συγκίνηση, ταραχή, αναστάτωση· συνταρακτικός: Συγκλονιστικό γεγονός / θέαμα / κείμενο. Συγκλονιστική είδηση / εντύπωση. Έζησαν μια συγκλονιστική εμπειρία. ~ αγώνας. συγκλονιστικά ΕΠIΡΡ: H ηθοποιός ερμήνευσε το ρόλο της ~.

[λόγ. συγκλονισ- (συγκλο νίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες