Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκλονίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκλονίζω [siŋglonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ταράζω, κλονίζω κτ. πολύ δυνατά, σείω συθέμελα· συνταράζω: Iσχυρή έκρηξη / σεισμική δόνηση συγκλόνισε την περιοχή. 2. (μτφ.) προξενώ πολύ έντονη συγκίνηση, βαθιά ψυχική ταραχή, αναστάτωση: H είδηση της δολοφονίας συγκλόνισε το πανελλήνιο. Γειτονικές χώρες που συγκλονίζονται από βίαιες ταραχές. Ήταν συγκλονισμένος από αυτά που είδε και άκουσε.

[λόγ. < ελνστ. συγκλονίζω (αρχ. συγκλονῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες