Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκλίνων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκλίνων -ουσα -ον [siŋglínon] Ε12 : που συγκλίνει. ANT αποκλίνων: Συγκλίνουσες δέσμες ακτίνων. Συγκλίνουσες απόψεις / πορείες. || (φυσ.) συγκλίνοντες φακοί, που συγκεντρώνουν σε ένα σημείο (εστία) τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες. ANT αποκλίνοντες.

[λόγ. μεε. του συγκλίνω μτφρδ. γαλλ. convergent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες