Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκλίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκλίνω [siŋglíno] Ρ πρτ. και αόρ. συνέκλινα, απαρέμφ. συγκλίνει : ANT αποκλίνω. 1. (ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία) κατευθύνομαι προς το ίδιο σημείο με κπ. ή με κτ. άλλο: Ομάδες διαδηλωτών από διάφορα σημεία άρχισαν να συγκλίνουν προς το κέντρο της πόλης. Οι δέσμες των ακτίνων συγκλίνουν σε ένα σημείο. 2. (μτφ.) τείνω να πλησιάσω, να προσεγγίσω κπ. ή κτ.: Οι πορείες των οικονομιών των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να συγκλίνουν. Οι απόψεις / τα προγράμματα / οι πολιτικές των δύο κομμάτων άρχισαν να συγκλίνουν, να έχουν κοινά σημεία, να συμφωνούν μεταξύ τους.

[λόγ. < ελνστ. συγκλίνω `συμφιλιώνω΄, αρχ. σημ.: `κοιμάμαι μαζί με κπ.΄ σημδ. γαλλ. converger]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκλίνων -ουσα -ον [siŋglínon] Ε12 : που συγκλίνει. ANT αποκλίνων: Συγκλίνουσες δέσμες ακτίνων. Συγκλίνουσες απόψεις / πορείες. || (φυσ.) συγκλίνοντες φακοί, που συγκεντρώνουν σε ένα σημείο (εστία) τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες. ANT αποκλίνοντες.

[λόγ. μεε. του συγκλίνω μτφρδ. γαλλ. convergent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες