Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκινησία η [singinisía] Ο25 : (βιολ.) ακούσια κίνηση ομάδας μυών ή μέλους του σώματος που ακολουθεί μια εκούσια ή αντανακλαστική κίνη ση ενός άλλου μέλους του σώματος, π.χ. η κίνηση των χεριών κατά το βάδι σμα.
[λόγ. < γαλλ. syncinésie < syn- = συγ- (δες συν-) + αρχ. κίνησ(ις) -ie = -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκινησιακός -ή -ό [singinisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη συγκίνηση, που πηγάζει από αυτήν: H ψυχολογία ξεχωρίζει τις συγκινησιακές καταστάσεις από τη βουλητική δραστηριότητα. Συγκινησιακές συμπεριφορές.
συγκινησιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συγκίνησι(ς) -ακός]