Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκεχυμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκεχυμένος -η -ο [singeiménos] Ε3 : που τον χαρακτηρίζει η ασάφεια, η ακαθοριστία, που είναι δυσδιάκριτος, μπερδεμένος: Συγκεχυμένα λόγια / συναισθήματα. Συγκεχυμένοι θόρυβοι. Συγκεχυμένες ιδέες / απόψεις / φήμες / πληροφορίες. H κατάσταση είναι συγκεχυμένη. συγκεχυμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. συγκεχυμένος μππ. του συγχέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες