Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεχυμένος -η -ο [singe
iménos] Ε3 : που τον χαρακτηρίζει η ασάφεια, η ακαθοριστία, που είναι δυσδιάκριτος, μπερδεμένος: Συγκεχυμένα λόγια / συναισθήματα. Συγκεχυμένοι θόρυβοι. Συγκεχυμένες ιδέες / απόψεις / φήμες / πληροφορίες. H κατάσταση είναι συγκεχυμένη. συγκεχυμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συγκεχυμένος μππ. του συγχέω]