Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεφαλαιωτικός -ή -ό [singefaleotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη συγκεφαλαίωση, που έχει σχέση με αυτήν· συνοπτικός.
συγκεφαλαιωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. συγκεφαλαιωτικός]