Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκερασμός ο [singerazmós] Ο17 : η σύνθεση, ο συνδυασμός αντιθέσεων ή διαφορών (που εμπεριέχει συχνά το στοιχείο του συμβιβασμού, του μετριασμού): Tελικά επήλθε ~ των διαφορετικών απόψεων / προτάσεων. Kαταλήγω / οδηγούμαι σε συγκερασμό.
[λόγ. < ελνστ. συγκερασμός]