Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεντρωτικός -ή -ό [singendrotikós] Ε1 : α.που ανήκει ή που αναφέρεται στη συγκέντρωση: Aνακοινώθηκαν τα συγκεντρωτικά αποτελέσμα τα των εκλογικών περιφερειών. Συγκεντρωτικά πυρά. Συγκεντρωτικοί πίνακες. Συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης / εξουσίας, που συγκεντρώνει σε ένα κέντρο και ασκεί όλες τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες. ANT αποκεντρωτικός. β. (οπτ.) ~ φακός, που μεταβάλλει σε συγκλίνουσα μια παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων.
συγκεντρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συγκεντρω- (δες συγκεντρώνω) -τικός (β: σημδ. γαλλ. concentrique)]