Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεκριμένος -η -ο [singekriménos] Ε3 : 1.που τον έχουν καθορίσει με σαφήνεια, με ακρίβεια. ANT αόριστος: Συγκεκριμένες προτάσεις / προθεσμίες / κατευθύνσεις / πληροφορίες. Συγκεκριμένοι στόχοι / σκοποί. Συγκεκριμένα παραδείγματα / θέματα. Δεν είπε τίποτα συγκεκριμένο. Πρέπει να γίνουν πολύ συγκεκριμένες ενέργειες. H συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. 2. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, αισθητός. ANT αφηρημένος: Συγκεκριμένες έννοιες, που εκφρά ζουν αισθητά αντικείμενα ή γεγονότα. || (γραμμ.) συγκεκριμένα ουσιαστικά, αυτά που σημαίνουν πρόσωπα, ζώα ή πράγματα. ANT αφηρημένα. || (ως ουσ., φιλοσ.) το συγκεκριμένο, σημαίνει οντότητες (πρόσωπα, υλικά αντικείμενα και γεγονότα) και τους όρους που τις δηλώνουν, σε αντιδιαστολή προς τις αφηρημένες έννοιες (αριθμούς, ποιότητες, σχέσεις κτλ.).
συγκεκριμένα ΕΠIΡΡ: Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε ~ στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της. Mίλα πιο ~, δε σε καταλαβαίνω. [λόγ. < ελνστ. συγκεκριμένος `για τον οποίο έχει παρθεί απόφαση΄ μππ. του αρχ. συγκρίνω, σημδ. γαλλ. concret]