Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκεκαλυμμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκεκαλυμμένος -η -ο [singekaliménos] Ε3 : (λόγ.) συγκαλυμμένος. συγκεκαλυμμένα & συγκεκαλυμμένως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συγκεκαλυμμένος μππ. του αρχ. συγκαλύπτω· λόγ. συγκεκαλυμμέν(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες