Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκατοικώ [siŋgatikó] Ρ10.9α : κατοικώ μαζί με άλλον ή άλλους στην ίδια κατοικία (σπίτι, διαμέρισμα, δωμάτιο): Συγκατοικεί με ένα φίλο / συνάδελφο / συμφοιτητή του. Όταν ήμασταν φοιτητές, συγκατοικούσαμε τρία άτομα στο ίδιο δωμάτιο.
[λόγ. < ελνστ. συγκατοικῶ]