Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκατοίκηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκατοίκηση η [siŋgatíkisi] Ο33 : η διαμονή κάποιου μαζί με άλλον ή άλλους στην ίδια κατοικία (σπίτι, διαμέρισμα, δωμάτιο): H συγκατοίκησή τους στο ίδιο διαμέρισμα τούς δημιούργησε προβλήματα και τριβές.

[λόγ. συγκατοικη- (συγκατοικώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες