Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκαλύπτω [siŋgalípto] -ομαι Ρ4 μππ. συγκαλυμμένος* : αποκρύπτω, αποσιωπώ κτ. σκοπίμως, ώστε να μην αποκαλυφθεί: ~ την αλήθεια / το σκάνδαλο. Προσπάθησαν να συγκαλύψουν την αποτυχία τους.
[λόγ. < αρχ. συγκαλύπτω]