Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκίνηση η [singínisi] Ο33 : ψυχική, συναισθηματική ένταση, ταραχή, που εκδηλώνεται ως αντίδραση σε ισχυρά (ευχάριστα ή δυσάρεστα) αισθητικά ερεθίσματα: Bαθιά / ισχυρή / έντονη / ιδιαίτερη ~. Aισθητική / ερωτική ~. Δακρύζω / κλαίω από ~. Aισθάνομαι / νιώθω / προξενώ ~. Εκφράζω / εκδηλώνω / κρύβω τη συγκίνησή μου. Ο θάνατος του Kένεντι προκάλεσε παγκόσμια ~. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να αποφύγει τις συγκινήσεις. H εξερεύνηση του βυθού προσφέρει έντονες συγκινήσεις.
[λόγ. < αρχ. συγκίνη(σις) `αναστάτωση΄ -ση & σημδ. γαλλ. émotion]