Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκέντρωση η [singéndrosi] Ο33 : 1.συνάθροιση (μεγάλου) αριθμού προσώπων ή πραγμάτων σε ένα μέρος: Πολιτική / προεκλογική / κοσμική / φιλική / οικογενειακή / πνευματιστική ~. ~ διαμαρτυρίας. ~ στοιχείων / υπογραφών / πληροφοριών. Οργανώνω / ματαιώνω / διαλύω / απαγορεύω μια ~. Άρχισε η ~ και η καταμέτρηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. ~ στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα. ~ της εσοδείας στις κρατικές αποθήκες. Στρατόπεδο συγκέντρωσης (αιχμαλώτων). ~ της εξουσίας / του πλούτου στα χέρια λίγων ανθρώπων. 2. η διάθεση, η κατεύθυνση πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, σκέψεων, προσπαθειών κυρίως ή αποκλειστικά σε κτ.: H οδήγηση / η μελέτη / το πρόβλημα απαιτεί πλήρη ~. H ~ του μυαλού / της προσοχής / των προσπαθειών. 3. (κοινων.) η τάση των αστικών κέντρων να συγκεντρώνουν στον ίδιο χώρο ομοειδείς λειτουργίες ή υπηρεσίες: ~ εμπορικών δραστηριοτήτων / υπηρεσιών. 4. (οικον.) α. η τάση για αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων. β. Kάθετη / οριζόντια ~, η τάση των επιχειρήσεων για επέκταση του πεδίου της δράσης τους. γ. ~ κεφαλαίου: α. ο έλεγχος από ένα κέντρο διάφορων (θυγατρικών) εταιρειών. β. η αύξηση των διαστάσεων του κεφαλαίου. δ. ~ παραγωγής, η αύξηση των διαστάσεων των επιχειρήσεων με παράλληλη μείωση του συνολικού αριθμού τους. 5. (χημ.) η περιεκτικότητα ενός διαλύματος σε μια ουσία: Παρατηρήθηκε υψηλή ~ διοξειδίου του άνθρακος στον ατμοσφαιρικό αέρα.
[λόγ. συγκεντρω- (δες συγκεντρώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. concentration (διαφ. το ελνστ. συγκέντρωσις `σύμπτωση της κίνησης του ήλιου με την κίνηση κάποιου άλλου άστρου΄)]