Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκάτοικος ο [siŋgátikos] Ο20α θηλ. συγκάτοικος [siŋgátikos] Ο36 & (προφ.) συγκατοίκισσα [siŋgatí
isa] Ο27 : αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή άλλους στην ίδια κατοικία (σπίτι, διαμέρισμα, δωμάτιο): Mοιράζεται το νοίκι με το συγκάτοικό του. Zητείται κοπέλα ~ σε επιπλωμένο δυά ρι στο κέντρο της πόλης. Πήγε για καφέ με τις συγκατοίκισσές της. [λόγ. < ελνστ. συγκάτοικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· συγκάτοικ(ος) -ισσα]