Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκάλυψη η [siŋgálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω, η απόκρυψη: Επιχειρήθηκε ~ της αλήθειας / του σκανδάλου / της παρατυπίας.
[λόγ. < μσν. συγκάλυψις < συγκαλύπ(τω) -σις > -ση]