Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγγράφω [siŋγráfo] -ομαι Ρ αόρ. συνέγραψα, απαρέμφ. συγγράψει, παθ. αόρ. συγγράφηκα και συγγράφτηκα, απαρέμφ. συγγραφεί και συγγραφτεί, μππ. συγγραμμένος : γράφω, συνθέτω ένα (επιστημονικό, λογοτεχνικό κτλ.) έργο σε πεζό λόγο: Συγγράφει ένα βιβλίο / μια μελέτη / τα απομνημονεύματά του. Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
[λόγ. < αρχ. συγγράφω]