Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγγενικός -ή -ό [singenikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται, που ταιριάζει στους συγγενείς ή στη συγγένεια, που έχει σχέση με αυτούς ή με αυτή: Έχουν στενούς συγγενικούς δεσμούς. Είδα χτες ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Συγγενική επιχείρηση, που ανήκει σε συγγενείς. Συγγενικό ενδιαφέρον. 2. που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κπ. άλλο· συγγενής: Οι μουσικές των βαλκανικών λαών είναι συγγενικές. Συγγενικές γλώσσες, που έχουν προέλθει από μια παλαιότερη κοινή. Συγγενικές λέξεις, που ανήκουν σε μια ευρύτερη οικογένεια. || (νομ.) συγγενικά δικαιώ ματα, ανάλογα με αυτά της πνευματικής ιδιοκτησίας, που αναγνωρίζονται σε ερμηνευτές ή σε εκτελεστές καλλιτεχνικών έργων.
συγγενικά ΕΠIΡΡ. [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]